Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μπαρούτι
ουσιαστικό ουδέτερο

polvere da sparo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μπαρόκ μπαρουτιάζω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το μπαρούτι = polvere [θηλ.] da sparo


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---