Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόμπάνιο
ουσιαστικό ουδέτερο bagno permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματατα άλατα μπάνιου = sali [αρσ. πλυθ.] da bagno || ο θερμοσίφωνας μπάνιου = scaldabagno [αρσ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |