Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Μενέλαος {-ου κ. -ά... μεραρχιακός [επίθ.]
μενεξελής [επίθ.] μέραρχος {μεράρχ-ου...
μενεξές {μενεξέδες... μερεμέτι {μερεμετ-ι...
μενθόλη [θηλ.ουσ] μερεμετίζω {μερεμέτισ...
μένος {μένους | ... μερεμέτισμα [ουσ ουδ.]
μενού [ουσ ουδ.] μέρη [ουσ ουδ πληθ.]
μενσεβικικός [επίθ.] μεριά [θηλ.ουσ]
μενσεβικισμός [ουσ αρσ ] μερίδα [θηλ.ουσ]
μενσεβίκος [ουσ αρσ ] μερίδιο {μεριδί-ου...
μέντα {χωρ. γεν.... μεριδιούχος [επίθ.]
μενταγιόν [ουσ ουδ.] μερίζω {μέρισ-α, ...
μεντεσές {μεντεσέδε... μερικά [επίρ.]
μεντζάνα [θηλ.ουσ] μερικοί [επίθ.]
μέντιουμ [ουσ ουδ.] μερικός [αντων.]
μέντορας [ουσ αρσ ] μερικότητα {μερικοτήτ...
μέντωρ [ουσ αρσ ] μέριμνα {μερίμνων}
μένω αόρ. έμειν... μεριμνώ {μεριμνάς....
μεξικανικός [επίθ.] μερινό [ουσ ουδ.]
Μεξικανός [αρσ. επίθ και ουσ] μέρισμα {μερίσμ-ατ...
Μεξικό [ουσ ουδ.] μερισματαπόδειξη {-ης κ. -ε...
μέρα [θηλ.ουσ] μερισματούχος [επίθ.]
μεράδι [ουσ ουδ.] μερισμός [ουσ αρσ ]
μεράκι {χωρ. γεν.... μερίστημα [ουσ ουδ.]
μερακλής {μερακλήδε... μεριστικός [επίθ.]
μεραρχία {μεραρχιών... μερίστωμα [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: