Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μέρα
ουσιαστικό θηλυκό

giorno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Μεξικό μεράδι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


στις μέρες του... = ai tempi di... || οι δύσκολες μέρες [f. = brutto periodo [αρσ.] || είμαι με τις μέρες μου = essere lunatico || μέρα μεσημέρι = in pieno giorno || είμαι στις μέρες μου = stare per partorire || μέρα παρά μέρα = un giorno [αρσ.] sì e uno no


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---