Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μένω
ρήμα αμετάβατο

1 stare
2 [απομένω] restare, rimanere
3 [κατοικώ] vivere, abitare
4 [ακίνητος] stare fermo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μέντωρ μεξικανικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


μένω στην βενετία = abitare a Venezia || μένω στο χωριό = abitare al paese || μένω στην εξοχή = abitare in campagna || μένω στο σπίτι κάποιου = alloggiare presso qualcuno || έμεινε στον τόπο = c'è rimasto secco || μένω στην ψάθα = finire sul lastrico || μένω έκθαμβος = restare senza fiato || μένω άθικτος = rimanere illeso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---