Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

μανέστρα {χωρ. γεν.... μανιτάρι {μανιταρ-ι...
μανέτα [θηλ.ουσ] μανιτού [ουσ αρσ ]
μάνητα {χωρ. πληθ... μανιφατούρα {χωρ. γεν....
μανία {σπάν. μαν... μανιφέστο [ουσ ουδ.]
μανιάζω {μάνιασ-α,... μανιχαϊκός [επίθ.]
μανιακός [επίθ.] μανιχαίος [επίθ.]
μανιασμένα [επίρ.] Μανιχαίος [ουσ αρσ ]
μανιασμένος [επίθ.] μανιχαϊσμός [ουσ αρσ ]
μανιατό [ουσ ουδ.] μανιώδης {μανιώδ-ου...
μανιβέλα {χωρ. γεν.... μανιωδώς [επίρ.]
μανιέρα {χωρ. πληθ... μάνιωμα [ουσ ουδ.]
μανιεριστής [ουσ αρσ ] μανιώνω (μάν-ιωσα,...
μανίζω {μάνισ-α, ... μάννα [ουσ ουδ.]
μάνικα {χωρ. γεν.... μανόμετρο {μανομέτρ-...
μανικάκι [ουσ ουδ.] μανόν [ουσ ουδ.]
μανικέτι {μανικετ-ι... μανός [επίθ.]
μανικετόκουμπα [θηλ.ουσ] μανούβρα {χωρ. γεν....
μανικετόκουμπο [ουσ ουδ.] μανουβράρισμα [ουσ ουδ.]
μανίκι {μανικ-ιού... μανουβράρω {μανουβράρ...
μανικιούρ [ουσ ουδ.] μανούλα [θηλ.ουσ]
μανικιουρίστα [θηλ.ουσ] μανούρι {χωρ. γεν....
μανικιουρίστας ο (χωρίς γ... μανσόν [ουσ ουδ.]
μανικοειμαρμένη [θηλ.ουσ] μανταλάκι {χωρ. γεν....
Μανίλα [θηλ.ουσ] μάνταλο [ουσ ουδ.]
μανιόκα [θηλ.ουσ] μανταλώνω {μαντάλω-σ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: