Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μανιτάρι
ουσιαστικό ουδέτερο

fungo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μανιόκα μανιτού  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το δηλητηριώδες μανιτάρι = fungo [αρσ.] velenoso


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---