Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μανιχαίος
επίθετο

manicheo

Μανιχαίος
ουσιαστικό αρσενικό

manicheo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μανιχαϊκός μανιχαϊσμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---