Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


μανιάζω
ρήμα αμετάβατο

1 accanirsi
2 inferocire
3 inferocirsi
4 infierire
5 infuriare
6 infuriarsi
7 scatenarsi (vrifl)
8 smaniare (vi)
9 dare in smanie
10 montare su tutte le furie

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  μανία μανιακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---