Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
μανές
ουσιαστικό αρσενικό
> αμανές
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< μανεκέν
μανέστρα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
μανδάλωση
[θηλ.ουσ]
μανδαρινισμός
[ουσ αρσ ]
μανδαρίνος
[ουσ αρσ ]
μανδύας
{μανδυών}
μανεκέν
[ουσ ουδ.]
μανές
[ουσ αρσ ]
μανέστρα
{χωρ. γεν....
μανέτα
[θηλ.ουσ]
μάνητα
{χωρ. πληθ...
μανία
{σπάν. μαν...
μανιάζω
{μάνιασ-α,...
μανιακός
[επίθ.]
μανιασμένα
[επίρ.]
μανιασμένος
[επίθ.]
μανιατό
[ουσ ουδ.]
μανιβέλα
{χωρ. γεν....
μανιέρα
{χωρ. πληθ...
μανιεριστής
[ουσ αρσ ]
μανίζω
{μάνισ-α, ...
μάνικα
{χωρ. γεν....
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis