Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ηυρίσκω [ρ. μτβ.] ηχογραφημένος [επίθ.]
ηυυποληψία [θηλ.ουσ] ηχογράφηση [-εις]
ηυχαριστώ [ρ. μτβ.] ηχογραφώ [ρ. μτβ.]
ηφαιστειακός [επίθ.] ηχολήπτης {ηχοληπτών...
ηφαίστειο {ηφαιστεί-... ηχολήπτρια {ηχοληπτρι...
ηφαιστειογενής {ηφαιστειο... ηχοληψία {ηχοληψιών...
ηφαιστειολογία {χωρ. πληθ... ηχολογώ [ρ.αμτβ.]
ηφαιστειολογικός [επίθ.] ηχόμετρο {ηχομέτρ-ο...
ηφαιστειολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] ηχομιμητικός [επίθ.]
ηφαιστειώδης {ηφαιστειώ... ηχομονωμένος [επίθ.]
ηχείο [ουσ ουδ.] ηχομονώνω [ρ. μτβ.]
ηχερός [επίθ.] ηχομόνωση {-ης κ. -ώ...
ηχήεις [επίθ.] ηχομονωτικό [επίθ.]
ηχηρά [επίρ.] ηχομονωτικός [επίθ.]
ηχηρός [επίθ.] ηχορύπανση [θηλ.ουσ]
ηχηρότατος [επίθ.] ήχος [ουσ αρσ ]
ηχηρότερος [επίθ.] ηχόχρωμα [ουσ ουδ.]
ηχηρότητα [θηλ.ουσ] ηχώ {ηχούς | χ...
ηχητικός [επίθ.] ηχώ [ρ.αμτβ.]
ηχμαλωσία [θηλ.ουσ] ήψημα [ουσ ουδ.]
ηχοβολίδα [θηλ.ουσ] ηώκαινος [θηλ.ουσ]
ηχοβολίζω [ρ. μτβ.] ηωσίνη [θηλ.ουσ]
ηχοβολισμένος [επίθ.] ηωσινόφιλα [ουσ ουδ πληθ.]
ηχοβολισμός [ουσ αρσ ] ηωσινοφιλία [θηλ.ουσ]
ηχοβολιστικό [ουσ ουδ.] ηωσινόφιλος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: