Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόηχολήπτης
ουσιαστικό αρσενικό te`cnico ~m~ del suo`no, fo`nico ~m~ ηχολήπτρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ηχολήπτης, ^-η, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |