Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόηχηρός
επίθετο 1 squilla`nte, sono`ro, rumoro`so ηχηρό γέλιο == risata squillante, sonora | ηχηρό φιλί == bacio sonoro, schioccante 2 linguistica ηχηρά σύμφωνα == le (consonanti) sonore ηχηρότατος επίθετο superlativo di [ηχηρός] ηχηρότερος επίθετο comparativo di [ηχηρός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |