Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θυλακώδης [επίθ.] θυμώδης {θυμώδ-ους...
θύλαξ [ουσ αρσ ] θύμωμα {θυμώμ-ατο...
θύμα {θύμ-ατος ... θυμωμένα [επίρ.]
θυμάμαι {θυμάσαι..... θυμωμένος [επίθ.]
θυμάρι {θυμαρ-ιού... θυμώνω {θύμω-σα, ...
θυμέλη {σπάν. θυμ... θυμώνω {θύμω-σα, ...
θυμηδία {χωρ. πληθ... θυμωσιάρης [επίθ.]
θύμηση {θύμησες} θυμωταριά [επίθ.]
θυμητάρι {θυμηταρ-ι... θυμωτσιάρης [επίθ.]
θυμητικό [ουσ ουδ.] θύρα {θυρών}
θυμιάμα, θυμίαμα {θυμιάμ-ατ... θυρεοειδεκτομή [θηλ.ουσ]
θυμιαντήρι [ουσ ουδ.] θυρεοειδής {θυρεοειδ-...
θυμιατήρι [ουσ ουδ.] θυρεοειδισμός [ουσ αρσ ]
θυμιατήριον [ουσ ουδ.] θυρεοειδίτιδα {χωρ. πληθ...
θυμιατίζω {θυμιάτισ-... θυρεός [ουσ αρσ ]
θυμιάτισμα [ουσ ουδ.] θυρεοτοξικός [επίθ.]
θυμιατισμένος [επίθ.] θυρεοτοξίκωση [θηλ.ουσ]
θυμιατό [ουσ ουδ.] θυρίδα [θηλ.ουσ]
θυμιατόν [ουσ ουδ.] θυροκολλημένος [επίθ.]
θυμίζω {θύμισα} (... θυροκόλληση [θηλ.ουσ]
θύμος [ουσ αρσ ] θυροκολλώ {θυροκολλά...
θυμός [ουσ αρσ ] θυροτηλεόραση {-ης κ. -ά...
θυμοσοφία {χωρ. πληθ... θυροτηλέφωνο {θυροτηλεφ...
θυμόσοφος [επίθ.] θυρόφυλλο {θυροφύλλω...
θυμούμαι {θυμάσαι..... θύρσος [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: