Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θυμώνω  
ρήμα αμετάβατο

1 arrabbia`rsi, anda`re in co`llera, adira`rsi θυμώνει με το παραμικρό == si arrabbia per un nonnulla
2 (fig) agita`rsi θύμωσε η θάλασσα == il mare è agitato | του θύμωσα == abbiamo litigato, ho rotto i rapporti con lui

θυμώνω
ρήμα μεταβατικό

far arrabbia`re, irrita`re κατάφερες και τον θύμωσες == sei riuscito a farlo arrabbiare

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θυμωμένος θυμωσιάρης  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


θυμώνω με κανέναν = essere in collera con qualcuno || κάνω κανέναν να θυμώσει = fare arrabbiare


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---