Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθύρα
ουσιαστικό θηλυκό ((letterario)) porta ~f~ κεκλεισμένων των θυρών == a porte chiuse | επί θύραις == alle porte, molto vicino, [ante portas] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |