Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εορταστής {εορταστρι... επαινέτης [ουσ αρσ ]
εορταστικός [επίθ.] επαινετικός [επίθ.]
εορτή [θηλ.ουσ] επαινετός [επίθ.]
εορτολόγιο {εορτολογί... έπαινος [ουσ αρσ ]
ΕΟΤ [ακρ.] επαινούμαι {χωρ. πληθ...
επ'αόριστον [επίρ.] επαινώ {επαινείς....
επ'αυτοφόρω [επίρ.] επαινών [επίθ.]
επ'ευκαιρία [επίρ.] επαίρομαι {επήρθην, ...
επά [επίρ.] επαίσχυντα [επίρ.]
επαγγελία {επαγγελιώ... επαίσχυντος [επίθ.]
επαγγέλλομαι {επαγγέλθη... επαιτεία {χωρ. πληθ...
επάγγελμα {επαγγέλμ-... επαίτης {επαιτών}
επαγγελματίας {(θηλ. γεν... επαιτώ [-είς, -εί...
επαγγελματικά [επίρ.] επαιτών [επίθ.]
επαγγελματικός [επίθ.] επαΐων [επίθ.]
επαγγελματικότητα [θηλ.ουσ] επακόλουθα [ουσ ουδ πληθ.]
επαγγελματισμός [ουσ αρσ ] επακολούθημα [ουσ ουδ.]
επάγομαι αόρ. επήγα... επακόλουθο [ουσ ουδ.]
επαγρύπνηση [θηλ.ουσ] επακόλουθος [επίθ.]
επαγρυπνώ [-είς, -εί... επακολουθώ [-είς, -εί...
επαγρυπνών [επίθ.] επακολουθών [επίθ.]
επάγω αόρ. επήγα... επακριβέστατος [επίθ.]
επαγωγή [θηλ.ουσ] επακριβέστερος [επίθ.]
επαγωγικός [επίθ.] επακριβής [επίθ.]
έπαθλο {επάθλ-ου ... επακριβώς [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: