Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεορτή
ουσιαστικό θηλυκό 1 festa ~f~, festività ~f~ η εορτή των Αγίων Πάντων == la festa di Ognissanti | ονομαστική εορτή == l'onomastico | η εορτή του πoλιoύχoυ αγίού == la festività del Santo patrono 2 celebrazio`ne ~f~, ricorre`nza ~f~ η εορτή της Απελευθέρωσης == la ricorrenza della Liberazione | κατόπιν εορτής == a cose fatte, troppo tardi permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |