Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπαγγέλλομαι
ρήμα παθητικό 1 ((letterario)) prome`ttere 2 esercita`re una professio`ne, professa`re επαγγέλεται τον ιατρό == professa la medicina | τι επαγγέλεσθε; == qual è la Sua professione? 3 ((figurato)) professa`rsi, atteggia`rsi επαγγέλεται τον φίλο μoυ, αλλά δεν είναι == si professa mio amico, ma non lo è | επαγγέλλεται το Μεσσία == si atteggia a / si professa messia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |