GrecoItaliano


επαγγελματίας  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

professioni`sta ~mf~ ελεύθερoς επαγγελματίας == libero professionista | είναι επαγγελματίας συγγραφέας == fa lo scrittore di mestiere

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο ελεύθερος επαγγελματίας = lavoratore [αρσ.] autonomo



Sfoglia il dizionario




{{ID:EPAGGELMATIAS100}}
---CACHE---