Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεπάγγελμα
ουσιαστικό ουδέτερο professio`ne ~f~, mestie`re ~m~ ασκώ επάγγελμα == esercitare una professione | τo αρχαιότερo επάγγελμα του κόσμού == la professione più antica del mondo | τα μυστικά του επαγγέλματoς == i segreti del mestiere | εξ επαγγέλματoς (iron ) == di professione | ψεύτης εξ επαγγέλματoς == bugiardo di professione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |