Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ενδόμυχος [επίθ.] ενδοτικός [επίθ.]
ένδον [επίρ.] ενδοτικότητα [θηλ.ουσ]
Ένδοξοι Νήσοι [ουσ αρσ πληθ.] ενδοτμηματικός [επίθ.]
ένδοξος [επίθ.] ενδοτραπεζικός [επίθ.]
ενδοξότατος [επίθ.] ενδοφθαλμικός [επίθ.]
ενδοξότερος [επίθ.] ενδοφθάλμιος [επίθ.]
ενδοξότητα [θηλ.ουσ] ενδοφλέβιος [επίθ.]
ενδοοικογενειακά [επίρ.] ενδοχώρα {χωρ. πληθ...
ενδοπαράσιτο {ενδοπαρασ... ένδυμα {ενδύμ-ατο...
ενδόπλασμα {ενδοπλάσμ... ενδυμασία {ενδυμασιώ...
ενδοπνευμονικός [επίθ.] ενδυματολόγιο {ενδυματολ...
ενδοπυελικός [επίθ.] ενδυματολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
ενδοπυρηνικός [επίθ.] ενδυναμωμένος [επίθ.]
ενδοσκελετός [ουσ αρσ ] ενδυναμώνομαι [ρ. παθ.]
ενδοσκόπηση {-ης κ. -ή... ενδυναμώνω {ενδυνάμω-...
ενδοσκοπία [θηλ.ουσ] ενδυνάμωση {-ης κ. -ώ...
ενδοσκοπικός [επίθ.] ένδυση {-ης κ. -ύ...
ενδοσκόπιο {ενδοσκοπί... ενδύω Ρ9 αόρ. εν...
ενδοσκοπούμαι [ρ. παθ.] ενδώσμωση [θηλ.ουσ]
Ενδοσπονδυλικός [επίθ.] ενέδρα {σπάν. ενε...
ενδόστεο [ουσ ουδ.] ενεδρευτικός [επίθ.]
ενδοστρεφέστατος [επίθ.] ενεδρεύω [ρ.αμτβ.]
ενδοστρεφέστερος [επίθ.] ένεκα [πρόθ.]
ενδότατος [επίθ.] ένεκεν [πρόθ.]
ενδότερος [επίθ.] ενελικώνομαι [ρ. παθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: