Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ειδοποιούμαι [ρ. παθ.] εικόνισμα {εικονίσμ-...
ειδοποιώ {ειδοποιεί... εικονισμένος [επίθ.]
είδος {είδ-ους |... εικονισμός [ουσ αρσ ]
ειδυλλιακά [επίρ.] εικονιστικός [επίθ.]
ειδυλλιακός [επίθ.] εικονογραφημένος [επίθ.]
ειδύλλιο {ειδυλλί-ο... εικονογράφηση {-ης κ. -ή...
ειδώλιο {ειδωλί-ου... εικονογραφία {εικονογρα...
είδωλο {ειδώλ-ου ... εικονογραφικός [επίθ.]
ειδωλολάτρης [ουσ αρσ ] εικονογράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
ειδωλολατρία {χωρ. πληθ... εικονογραφώ {εικονογρα...
ειδωλολατρικός [επίθ.] εικονοκλασία [θηλ.ουσ]
ειδωλολάτρισσα [θηλ.ουσ] εικονοκλάστης {εικονοκλα...
ειδωλοποιώ {ειδωλοποι... εικονοκλαστικός [επίθ.]
ειδωμένος [επίθ.] εικονολάτρης [ουσ αρσ ]
είθε [σύνδ.] εικονολατρία {χωρ. πληθ...
είθε! [επιφ.] εικονολήπτης {εικονοληπ...
είθισται [ρ. απρ.] εικονολογία {χωρ. πληθ...
εικάζω {είκασα} (... εικονολόγος [ουσ αρσ ]
εικασία {εικασιών} εικονομαχία {χωρ. πληθ...
εικαστικός [επίθ.] εικονομάχος [ουσ αρσ και θηλ.]
εικόνα {-ας κ. (λ... εικονομετρία [θηλ.ουσ]
εικονίδιο {εικονιδί-... εικονομετρικός [επίθ.]
εικονίζω {εικόνισ-α... εικονόμετρο [ουσ ουδ.]
εικονικός [επίθ.] εικονοποιητικός [επίθ.]
εικονικότητα [θηλ.ουσ] εικονοσκόπιο {εικονοσκο...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: