Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εβδομήντα [ απόλ. αριθμ. επίθ.] έγγιστα [επίρ.]
εβδομηντάρα {χωρ. γεν.... Εγγλέζα [θηλ.ουσ]
εβδομηντάρης {εβδομηντά... εγγλέζικα [ουσ ουδ πληθ.]
εβδομηνταριά {χωρ. πληθ... εγγλέζικος [επίθ.]
έβδομος {εβδόμου} Εγγλέζος [ουσ αρσ ]
εβένινος [επίθ.] εγγονή [θηλ.ουσ]
έβενος {εβέν-ου |... εγγόνι {χωρ. γεν....
εβίβα [επιφ.] εγγονός [ουσ αρσ ]
Εβραία [θηλ.ουσ] εγγράμματος [επίθ.]
εβραίικος [επίθ.] έγγραφα [ουσ ουδ πληθ.]
Εβραίισσα [θηλ.ουσ] εγγραφή [θηλ.ουσ]
εβραϊκά [ουσ ουδ πληθ.] έγγραφο [ουσ ουδ.]
εβραϊκός [επίθ.] εγγράφομαι αόρ. ενέγρ...
Εβραίος [ουσ αρσ ] έγγραφος [επίθ.]
εβραϊσμός [ουσ αρσ ] εγγράφω {ενέγραψα,...
εβραϊστής [ουσ αρσ ] εγγράφως [επίρ.]
εβραϊστί [ουσ ουδ.] εγγράψιμος [επίθ.]
έγγαμος [επίθ.] εγγυημένος [επίθ.]
εγγαστριμυθικός [επίθ.] εγγύηση {-ης κ. -ή...
εγγαστρίμυθος [επίθ.] εγγυητής {εγγυητριώ...
εγγεγραμμένος [επίθ.] εγγυητικός [επίθ.]
εγγειοβελτιωτικός [επίθ.] εγγυήτρια {εγγυητριώ...
εγγενής {εγγεν-ούς... εγγυοδοσία {εγγυοδοσι...
εγγίζω πρτ. ήγγιζ... εγγυοδότης [ουσ αρσ ]
εγγίζω πρτ. ήγγιζ... εγγυοδότρια [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: