Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεγγύηση
ουσιαστικό θηλυκό 1 διαβεβαίωση garanzi`a αυτή η βλάβη δε καλύπτεται από την εγγύηση==questo guasto non è coperto dalla garanzia 2 χρήματα cauzio`ne ~f~, depo`sito ~m~ μου ζήτησε τρεις μήνες εγγύηση==mi ha chiesto tre mesi di cauzione | αποφυλακίστηκε με εγγύηση==è stato rilasciato dietro cauzione+++μπαίνω εγγύηση για κάποιον==farsi garante per qualcuno permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |