Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγγυοδοτώ  
ρήμα μεταβατικό

1 avalla`re
2 certifica`re
3 garanti`re
4 sincera`re
5 farsi gara`nte di
6 re`ndersi gara`nte di
7 prome`ttere per un altro

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγγυοδότρια εγγυούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---