Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεγείρομαι
ρήμα παθητικό 1 alza`rsi 2 assu`rgere 3 desta`re 4 desta`rsi 5 eleva`rsi 6 erge`rsi 7 leva`rsi 8 rialza`rsi 9 rileva`rsi 10 risve`gliarsi 11 solleva`rsi 12 sveglia`rsi 13 svetta`re εγείρω ρήμα μεταβατικό 1 desta`re; ridesta`re 2 alza`re; rialza`re; rime`ttere in posizio`ne ere`tta 3 e`rgere; eri`gere; innalza`re εγείρω ουρανοξύστη==innalzare un grattacielo 4 [senso figurato] avanza`re, leva`re εγείρω απαιτήσεις==avanzare pretese+++εγείρω αγωγή==intentare un processo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |