Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εγκαθίδρυση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 insediame`nto ~m~; l'insedia`rsi
2 instaurazio`ne ~f~ εγκαθίδρυση βασιλείας==instaurazione della monarchia

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εγκάθετος εγκαθιδρύω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---