Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΕγγλέζα
ουσιαστικό θηλυκό ingle`se ~f~, abita`nte ~f~ dell'Inghilte`rra Εγγλέζος ουσιαστικό αρσενικό ingle`se ~m~; abita`nte ~m~ dell'Inghilte`rra permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |