Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εβραϊστής  
ουσιαστικό αρσενικό

ebraici`sta ~m~

εβραϊστί
ουσιαστικό ουδέτερο

variante poco comune di [εβραϊστής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εβραϊσμός έγγαμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---