Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

γλωσσαμύντωρ {γλωσσαμύν... γλωσσοπλάστρια {γλωσσοπλα...
γλωσσάρι [ουσ ουδ.] γλωσσοτρώγω {γλωσσόφαγ...
γλωσσάριο {γλωσσαρί-... γλωσσοτρώω {γλωσσόφαγ...
γλωσσάς {γλωσσάδες... γλωσσού {γλωσσού-δ...
γλώσσημα {γλωσσήμ-α... γλωσσοφαγιά [θηλ.ουσ]
γλωσσίδα [θηλ.ουσ] γλωττίδα [θηλ.ουσ]
γλωσσίδι {γλωσσιδ-ι... γναθιαίος [επίθ.]
γλωσσικός [επίθ.] γναθικός [επίθ.]
γλωσσίτιδα [θηλ.ουσ] γνάθοι [ουσ αρσ πληθ.]
γλωσσίτσα [θηλ.ουσ] γναθοπροσωπικός [επίθ.]
γλωσσογραφία {δύσχρ. γλ... γνάθος [θηλ.ουσ]
γλωσσογραφικός [επίθ.] γνάφαλο [ουσ ουδ.]
γλωσσογράφος [ουσ αρσ ] γναφέας [ουσ αρσ ]
γλωσσοδέτης {γλωσσοδετ... γναφείο [ουσ ουδ.]
γλωσσοκοπανώ [-άς, -ά] γναφευτική [θηλ.ουσ]
γλωσσολογία {χωρ. πληθ... γναφεύω [ρ. μτβ.]
γλωσσολογικός [επίθ.] γνέθω {έγνεψα} Ρ...
γλωσσολόγος [ουσ αρσ και θηλ.] γνέμα {γνέμ-ατος...
γλωσσομάθεια [θηλ.ουσ] γνέσιμο [ουσ ουδ.]
γλωσσομαθέστατος [επίθ.] γνεσμένος [επίθ.]
γλωσσομαθέστερος [επίθ.] γνέφω (έγνεψα)
γλωσσομαθής {γλωσσομαθ... γνέψιμο [ουσ ουδ.]
γλωσσομαθής {γλωσσοπλα... γνήσια [επίρ.]
γλωσσοπίεστρο [ουσ ουδ.] γνήσιο [ουσ ουδ.]
γλωσσοπλάστης [ουσ αρσ ] γνήσιον [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: