Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλωσσοπλάστης  
ουσιαστικό αρσενικό

forgiato`re ~m~ di nuo`ve paro`le

γλωσσοπλάστρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [γλωσσοπλάστης ^-η, ο^]
2 forgiatri`ce ~f~ di nuo`ve paro`le

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλωσσοπίεστρο γλωσσοτρώγω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---