Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


γλωσσοτρώγω
ρήμα μεταβατικό

variante di [γλωσσοτρώγω]

γλωσσοτρώω  
ρήμα μεταβατικό

1 sparla`re; parla`re male di qualcu`no
2 porta`re ie`lla a qualcu`no parla`ndo con invi`dia dei suo`i succe`ssi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  γλωσσοπλάστρια γλωσσού  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---