Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόγλωσσομαθέστατος
επίθετο superlativo di [γλωσσομαθής] γλωσσομαθέστερος επίθετο comparativo di [γλωσσομαθής] γλωσσομαθής επίθετο che cono`sce delle li`ngue stranie`re γλωσσομαθής ουσιαστικό αρσενικό poliglo`tta ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |