Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αισχύλιος [επίθ.] αιτιολόγηση {-ης κ. -ή...
Αισχύλος [κύρ.όν. αρσ.] αιτιολόγησις [θηλ.ουσ]
αισχύνη {χωρ. πληθ... αιτιολογία {αιτιολογι...
αισχυντηλία [θηλ.ουσ] αιτιολογικός [επίθ.]
αισχυντηλός [επίθ.] αιτιολογώ {αιτιολογε...
αισχυντηλότατος [επίθ.] αίτιος [επίθ.]
αισχυντηλότερος [επίθ.] αιτιότης [θηλ.ουσ]
αισχύνω [ρ. μτβ.] αιτιότητα {αιτιοτήτω...
αισώπειος [επίθ.] αιτιώδης {αιτιώδ-ου...
Αίσωπος {Αισώπου} ... αιτιώμαι {αιτιάται....
αίτημα {αιτήμ-ατο... αϊτομάνα [ουσ αρσ ]
αίτηση {-ης κ. -ή... αϊτονύχης [ουσ αρσ ]
αϊτήσιος [επίθ.] αϊτονύχι [ουσ ουδ.]
αιτητικός [επίθ.] αϊτονύχισσα [θηλ.ουσ]
αιτία {αιτιών} αϊτοπιάνουμαι [ρ. παθ.]
αιτίαση {-ης κ. -ά... αϊτόπουλο [ουσ ουδ.]
αιτιατική [θηλ.ουσ] αϊτοράχη (η)
αιτιατό [ουσ ουδ.] αϊτός [ουσ αρσ ]
αιτιατόν [ουσ ουδ.] αιτούμαι [ρ. παθ.]
αϊτινά [θηλ.ουσ] αιτούμενος [επίθ.]
Αϊτινός [ουσ αρσ ] αϊτοφωλιά [θηλ.ουσ]
αίτιο [ουσ ουδ.] αιτώ {αιτείς......
αιτιοκρατία {χωρ. πληθ... αιτών [επίθ.]
αιτιοκρατικώς [επίρ.] αίφνης [επίρ.]
αιτιολογημένος [επίθ.] αιφνίδια [επίρ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: