Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαιτιότης
ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αιτιότητα] αιτιότητα ουσιαστικό θηλυκό filosofia causalità ~f~; princi`pio ~m~ di causalità permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |