Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαιτιολογώ
ρήμα μεταβατικό giustifica`re; motiva`re; spiega`re δεν αιτιολόγησε την απουσία του==non ha motivato la sua assenza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |