Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαετίνα
ουσιαστικό θηλυκό variante di [αϊτίνα ^-ας, η^], femminile di [αετός ^-ού, ο^] αετός ουσιαστικό αρσενικό 1 zoologia a`quila 2 παιχνίδι aquilo`ne ~m~ 3 ((figurato)) a`quila ~f~; perso`na ~f~ mo`lto sve`glia αϊτινά ουσιαστικό θηλυκό femminile di [αετός ^-ού, ο^] αϊτός ουσιαστικό αρσενικό variante di [αετός ^-ού, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |