Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αζαλέα  
ουσιαστικό θηλυκό

botanica azale`a ~f~

αζαλιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [αζαλέα]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αέτωμα αζεμάτιγος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---