Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αζόγυρος
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αζώγυρος]

αζώγερας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αζώγυρος]

αζώγυρας
ουσιαστικό αρσενικό

variante di [αζώγυρος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αζιμούθιο αζούλητος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---