Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαηδία
ουσιαστικό θηλυκό 1 schifo ~m~; disgu`sto ~m~; na`usea ~f~; ripugna`nza ~f~; repulsio`ne ~f~ τα μπρόκολα τού φέρνουν αηδία==i broccoli lo disgustano | γύρισε αλλού το βλέμμα της με αηδία==volse lo sguardo altrove disgustata 2 cosa ~f~ schifo`sa; schife`zza ~f~ αηδία αυτή η σκηνή!==che schifo questa scena! | λέει ένα σωρό αηδίες==dice un sacco di schifezze permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπροκαλώ αηδία = fare schifo Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |