Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αηδιάζω  
ρήμα αμετάβατο

disgusta`rsi; schifa`rsi; prova`re disgu`sto, ribre`zzo αηδιάζει με το παραμικρό==si schifa per un nonnulla

αηδιάζω
ρήμα μεταβατικό

disgusta`re; nausea`re; ripugna`re με αηδιάζουν οι τρόποι του==il suo comportamento mi disgusta | η σκέψη και μόνο με αηδιάζει==mi fa schifo solo al pensiero

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αηδία αηδιασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---