Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αετονύχισσα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di
[αετονύχης ^-η, ο^]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αετονυχισμός
αετόπετρα >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αετομάτης
[επίθ.]
αετόμορφος
[επίθ.]
αετομύτης
[επίθ.]
αετονύχης
{αετονύχηδ...
αετονυχισμός
[ουσ αρσ ]
αετονύχισσα
[θηλ.ουσ]
αετόπετρα
[θηλ.ουσ]
αετοπιάνομαι
[ρ. παθ.]
αετόπουλο
[ουσ ουδ.]
αετός
[ουσ αρσ ]
αετοφωλιά
[θηλ.ουσ]
αέτωμα
[ουσ ουδ.]
αζαλέα
{δύσχρ. αζ...
αζαλιά
[θηλ.ουσ]
αζεμάτιγος
[επίθ.]
αζεοτροπικός
[επίθ.]
αζέσταγος
[επίθ.]
αζευγάρωτος
[επίθ.]
άζευτος
[επίθ.]
άζεχτος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis