Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαιτία
ουσιαστικό θηλυκό ca`usa ~f~; moti`vo ~m~; cagio`ne ~f~ αιτία πολέμου==casus belli | αυτός είναι η αιτία της καταστροφής μου==lui è la causa della mia rovina | χωρίς καμιά αιτία==senza nessun motivo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |