Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόσυσκευασία
ουσιαστικό θηλυκό confezione (f), imballaggio permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη αεροστεγής συσκευασία = confezione [θηλ.] sottovuoto || η συσκευασία γίγας = formato [αρσ.] gigante Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |