Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σύσπαστο
ουσιαστικό ουδέτερο

1 carrucola
2 girella
3 palanco
4 puleggia
5 tratti di corda

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συσπασμένος συσπειρώνομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---