Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


σύσπαση
ουσιαστικό θηλυκό

1 contorcimento
2 contorsione
3 contrattura
4 contrazione
5 convulsione
6 rattrappimento
7 ritrazione
8 spasmo
9 sussulto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συσκοτισμός συσπασμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---