Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συρμός
ουσιαστικό αρσενικό

1 innovazione
2 maniera
3 moda
4 treno
5 usanza
6 voga

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  συρμάτωση σύρνω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---