Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
συρμάτωση
ουσιαστικό θηλυκό
di filo
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< συρματώνω
συρμός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
συρματοποιώ
[-είς, -εί...
συρματόσχοινο
[ουσ ουδ.]
συρματουργείο
[ουσ ουδ.]
συρματουργός
[ουσ αρσ ]
συρματώνω
[ρ.]
συρμάτωση
[θηλ.ουσ]
συρμός
[ουσ αρσ ]
σύρνω
[ρ.]
σύρομαι
αόρ. έσυρα...
συρόμενος
[επίθ.]
σύρραξη
[θηλ.ουσ]
συρράπτω
αόρ. συνέρ...
συρραφή
[θηλ.ουσ]
συρρέω
αόρ. συνέρ...
συρρικνωμένος
[επίθ.]
συρρικνώνομαι
(συρρικν-ώ...
συρρικνώνω
{συρρίκνω-...
συρρίκνωση
[θηλ.ουσ]
συρροή
[θηλ.ουσ]
σύρσιμο
{συρσίμ-ατ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis