Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


συρράπτω
ρήμα μεταβατικό

1 aggiuntare
2 compilare
3 cucire
4 fermare
5 giuntare
6 rammendare (vt)

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  σύρραξη συρραφή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---